- ανεισφορια
- ἀνεισφορίαἡ освобождение от налогов Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανεισφορία — ἀνεισφορία, η (Α) εξαίρεση από την εισφορά, απαλλαγή από τον φόρο … Dictionary of Greek
ἀνεισφορίας — ἀνεισφορίᾱς , ἀνεισφορία exemption from taxation fem acc pl ἀνεισφορίᾱς , ἀνεισφορία exemption from taxation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεισφορίαν — ἀνεισφορίᾱν , ἀνεισφορία exemption from taxation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)